Ένα απόγευμα επί της Πατησίων
Παγκόσμια ημέρα Μουσείου εχθές και αποφάσισα μετά τη δουλειά να πάω μαζί με τη συνάδελφό μου Ε. στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Τελευταία φορά που το είχα επισκεφθεί ήμουν κάπου γύρω στα 15 και θυμάμαι ελάχιστα πράγματα από εκείνη την ξενάγηση. Όκ! Για να μη σου λέω ψέματα, δε θυμάμαι τίποτα. Ήταν λοιπόν μια καλή ευκαιρία η χθεσινή για να ξεσκονίσω τη μνήμη μου.
Αφού πάρκαρα ακριβώς πίσω από το μουσείο, περπάτησα στον μεγάλο και – προς μεγάλη μου έκπληξη- καθαρό προαύλιο χώρο και κάπου εκεί η μνήμη μου “επέστρεψε”! Εικόνες άρχισαν να περνούν από μπροστά μου και στιγμές να διαδέχονται η μία την άλλη. Γύρισα πίσω, κάπου στα 16 μου, τότε που περνούσα σχεδόν 4 φορές την εβδομάδα μπροστά από το συγκεκριμένο μέρος και κατέβαινα την Πατησίων με το σακίδιο στην πλάτη και τα αθλητικά μου παπούτσια με τα κορδόνια λυμένα (γιατί ο φιόγκος ήταν για τα φλωράκια).
Θα μου πεις τώρα, τι έκανες 4 φορές την εβδομάδα στην Πατησίων; Θα σου απαντήσω! Στο γυμνάσιο έπαιρνα το λεωφορείο από Αγίους Αναργύρους και κατέβαινα στη Βικτώρια, στον Πανελλήνιο για προπόνηση. Εκεί, στην ηλικία των 13-14 γνώρισα για πρώτη φορά το κέντρο, την Πατησίων, τη Βικτώρια, την Αττική και φυσικά την Ομόνοια. Εκεί έμαθα ότι η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική από αυτή που με είχαν κάνει να πιστεύω μέχρι τότε οι γονείς μου. Τα μάτια μου έβλεπαν πολλά, βρωμιά, ζητιάνους, πόρνες, παιδιά με άδεια μάτια να σέρνονται στο πεζοδρόμιο ζητώντας ένα 100σταρικο. Και ήταν και αυτά τα “ροζ” περιοδικά καρφιτσωμένα στα περίπτερα της Ομόνοιας και γω εκεί, με τα ακουστικά στα αυτιά και την τσάντα στην πλάτη να ρουφάω κάθε εικόνα.
Φυσικά, οι περιοχές αυτές είχαν και τα καλά τους, έβλεπα πρόσωπα να περπατούν και να μιλούν μια γλώσσα εντελώς διαφορετική από τη δική μου. Μου άρεσε τόσο να μαντεύω τη χώρα. Τρελαινόμουν να πιάνω κουβέντα με τις γιαγιούλες που περιμέναν στα φανάρια για να περάσουν απέναντι και με τον καφετζή δίπλα από το γήπεδο του Πανελληνίου. Βόλταρα πάνω κάτω και χάζευα τις βιτρίνες που κυρίως την Άνοιξη ήταν τόσο φωτεινές και λουλουδάτες.
Αγαπούσα να περνάω μπροστά από το Πολυτεχνείο και να χαζεύω για ώρα σκεφτόμενη όσα είχα διαβάσει, ακούσει και δει για το συγκεκριμένο μέρος. Εκεί, στην Τοσίτσα είχαν προσπαθήσει να με κλέψουν. Δε μάσησα! Έριξα τρέξιμο και τους πρόλαβα, μου πέταξαν το πορτοφόλι με τα λεφτά στο δρόμο και έτσι δεν έχασα τα χρήματά μου, μόνο την ταυτότητα μου πήραν και το έχω μεγάλη στεναχώρια ακόμα και τώρα.
Όταν είχα λίγο χρόνο μου άρεσε να έρχομαι και στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Καθόμουν στα σκαλάκια της εισόδου και χάζευα τους περαστικούς. Τότε κάπου στα 16, είχα ξεκινήσει να πηγαίνω και φροντιστήριο στην Κάνιγγος και λόγω της θεωρητικής κατεύθυνσης είχα έμπνευση και έγραφα ιστορίες και ποίηματά σε ένα συγκεκριμένο παγκάκι στον κήπο του Μουσείου. Κάποια μέρα με κουτσούλησε ένα περιστέρι και δεν επέστρεψα ποτέ εκεί.
Η Πατησίων, όσο και να ακούγεται περίεργο μου είχε χαρίσει τις πιο ωραίες στιγμές μοναξιάς και ηρεμίας. Ναι ηρεμίας! Όταν πνιγόμουν, έπαιρνα το τρένο και κατέβαινα Αττική. Ξεκινούσα το περπάτημα και έβαζα τις σκέψεις μου σε σειρά. Με ηρεμούσε το περπάτημα εκεί. Μετά πήγαινα στο φροντιστήριο για Ιταλικά ή Ισπανικά και φεύγοντας σε μια από τις βόλτες μου ανακάλυψα και τη Λειβαδιά, ένα παραδοσιακό σουβλατζίδικο στην Κάνιγγος. Ήταν το βραβείο μου αυτό το σουβλάκι. Μετά από διαγωνίσματα, επιτυχίες και καλούς βαθμούς πήγαινα πάντα να αγοράσω 2 καλαμάκια.
Εκεί πήγα και εχθές μετά το Μουσείο και ας μην είχα κάτι να γιορτάσω. Αφού έφαγα τα καλαμάκια μου περπάτησα για λίγο στα στενά γύρω από την Κάνιγγος και βγήκα πάλι στην Πατησίων. Το Goody’s που έτρωγα παλιά είχε κλείσει, η καφετέρια που είχα πάει για πρώτη φορά μόνη μου να πιω καφέ είχε κλείσει, το ίδιο και εκείνο το μικρό παπουτσάδικο του κυρίου Γιάννη. Ένιωσα περίεργα. Έχουν αλλάξει τόσα πολλά πράγματα από τότε. Όλα μου φάνηκαν λίγο πιο γκρίζα, λίγο πιο στενάχωρα. Γύρισα σπίτι με ένα περίεργο συναίσθημα. Μελαγχολία; Δεν ξέρω τι ήταν ακριβώς. Γι’αυτό κάθισα να γράψω, γι’αυτό μοιράζομαι μαζί σου τις σκέψεις μου, όπως κάθε φορά άλλωστε που με πιάνουν οι προβληματισμοί μου και τα φιλοσοφικά μου.
Πολλές φορές, όταν τυχαίνει να πω σε κάποιον ότι ως πιτσιρίκα κυκλοφορούσα σχεδόν καθημερινά στην Κάνιγγος, την Ομόνοια και την Πατησίων με ρωτάνε “καλά, δε φοβόσουν;”. Ξέρεις κάτι; Δε φοβήθηκα ποτέ. Την αγάπησα αυτή την περιοχή, μου άνοιξε τα μάτια, με έμαθε να προσέχω πάντα όταν περπατάω στο δρόμο, να αφουγκράζομαι και να καταλαβαίνω ποιον να εμπιστευτώ και ποιον όχι. Αυτό που λένε πως ο δρόμος είναι σχολείο, είναι αλήθεια.
Η Πατησίων και τα στενά της κοντά στην Ομόνοια για μενα ήταν σχολείο. Ήταν πηγή έμπνευσης, συναισθημάτων και στιγμών εσωτερικών αναζητήσεων. Εκεί, επί της Πατησίων πήγα πρώτη φορά σινεμά, θέατρο, έκανα το πρώτο μου τατουάζ, μπλέχτηκα σε μια πορεία, πήγα γαρύφαλλο στο Πολυτεχνείο, έτρεξα να προλάβω το λεωφορείο, ψώνισα ένα ασπρόμαυρο μπλουζάκι που μου έκλεινε πολύ καιρό το μάτι, ερωτεύτηκα έναν περαστικό. Έκλαψα, γέλασα, προβληματίστηκα, θύμωσα αλλά πάνω από όλα έμαθα.
Έμαθα πως μόνο αν βγεις από τους τέσσερις τοίχους και περιηγηθείς χωρίς φόβο θα κατανοήσεις τους γύρω σου, την πόλη σου. ‘Οσο άσχημη ή κουρασμένη και να είναι, όσο τρομακτική και να σου φαίνεται, όσο αδιάφορη. H πόλη σου και τα στενά της έχουν πάντα κάτι να σε διδάξουν. Καλό ή κακό δεν έχει σημασία. Εσύ πάρε το κακό και κάντο καλό. Πάρε το καλό και κάντο καλύτερο.
Και ναι, όσες φορές και να την απαρνήθηκα την Αθήνα, όσα χρόνια και να έμεινα μακριά της… όσα μου έμαθε αυτή η πόλη δε μου τα έμαθε καμία άλλη όσο πολιτισμένη, καθαρή ή ενδιαφέρουσα και να ήταν.
Comments
post a comment
You must be logged in to post a comment.
Σοφία Χαριτάκη
Συμφωνώ απόλυτα πως στο δρόμο μαθαίνεις τι να προσέχεις… Ανάλογες εικόνες από τη συμπρωτέυουσα, σε πρόσφατη βόλτα μου βραδυνή ώρα στο κέντρο, “είδα ξανά” μαγαζιά που κάποτε πήγαινα να έχουν κλείσει, μια κατήφια γενικότερα, αλλά και νέα πράγματα που υπό το πρίσμα της αισιοδοξίας μου αναπτέρωσαν το ηθικό.
Τέτοιες εξορμήσεις χρειάζονται για να ξανά ανακαλύπτεις τον κόσμο σου!
Όμορφο το κείμενό σου!