Αν έχεις χωριό επέστρεφε
Κυριακή στο χωριό. Ναι Κυριακή στο χωριό. Πόση ευτυχία να επιστρέφεις.
Πόσο τυχεροί όσοι έχουν χωριό και επιστρέφουν κάθε τόσο εκεί.
Δε μιλάω για το οικονομικό κομμάτι που φυσικά και είναι σημαντικό αλλά μιλάω κυρίως για την ευτυχία να μπορείς να επιστρέφεις εκεί που περνούσες τα καλοκαίρια σου με τους παππούδες και η μόνη έγνοια σου ήταν να μη μείνει σημάδι από τα καταχτυπημένα πόδια στα γόνατά σου ή για το αν θα σου έδινε κάποιες δραχμές η γιαγιά για πάρεις παγωτό ή αν θα έβρισκες τον παππού στο καφενείο για να σε κεράσει μια πορτοκαλάδα χρώματος ετικέτας μπλε.
Πόσο τυχεροί όσοι έχουν τέτοιες αναμνήσεις αλλά και τους ανθρώπους που τις δημιουργησαν μαζί τους. Πόσο όμορφο να γυρίζεις στο χωριό και να σε περιμένει όπως πάντα η γιαγιά με τα χέρια ανοιχτά για να σε πάρει αυτή την αγκαλιά που σε κάνει όλα αυτά τα χρόνια που επιστρέφεις εκεί, στο χωριό.
Και μπορεί ο παππούς να έχει φύγει πλέον αλλά καταβάθος είναι εκεί, είναι πάντα εκεί στη θέση του δίπλα στο παράθυρο να πίνει το κρασάκι του και να εποπτεύει τα πάντα χωρίς να μιλάει μόνο να χαμογελάει και να λέει κάπου κάπου την αγαπημένη του φράση: “ωχ καημένηηη”. Τύπου “δε βαριέσαι. Η ζωή είναι μικρή για να γκρινιάζουμε”.
Και πόσο με φοβίζει η ιδέα ότι μια μέρα το σπίτι στο χωριό θα αδειάσει εντελώς γιατί έτσι είναι ο κύκλος της ζωής. Γιατί όπως μεγάλωσα εγώ έτσι μεγαλώνει και η γιαγιά.
Και με αγχώνει και η ιδέα ότι αν κάνω κάποια στιγμή παιδιά ίσως να μη γνωρίσουν ποτέ αυτή την ανεμελιά του χωριού, αυτή την ηρεμία των μεσημεριών που μόνο τα τζιτζίκια την έσπαγαν. Τα νόστιμα λαλλάγια και τα τηγανόψωμα της γιαγιάς, η επίμονη φωνή του παππού που αναζητούσε λίγη ρετσίνα για το βραδινό του.
Οι εποχές αλλαζουν, η κοινωνία εξελίσσεται, όλοι εμείς έχουμε πλέον στη διάθεσή μας μια πλειάδα digital υπηρεσιών που υπόσχονται τον κόσμο όλο στα χέρια μας αλλά παράλληλα μας καθηλώνουν σε μια καρέκλα και μας κάνουν να ξεχνάμε πως η ζωή βρίσκεται εκεί έξω, στη φύση, στις στιγμές με τους δικούς μας ανθρώπους, στο χωριό.
Και από την άλλη όλη αυτή η εξέλιξη μας βοήθησε παράλληλα να βγούμε προς τα έξω, να ταξιδέψουμε πολύ φθηνότερα από ότι παλιά, σε μέρη κοντινά και μακρινά που πριν δεν ξέραμε την ύπαρξή τους. Πόσο όμορφο αυτό ε;
Και όμως, όσο μακριά και να μπορούμε να πηγαίνουμε πλέον ή οσο πιο βαθιά χωνόμαστε στον καναπέ μας βλέποντας με τις ώρες Netflix, ας μην ξεχνάμε ότι είμαστε τυχεροί που έχουμε “χωριό”. Που έχουμε ακόμα ανθρώπους δίπλα μας να μας θυμίζουν εκείνες τις εποχές ξεγνοιασιάς, εκείνες τις εποχές ηρεμίας που ζούσαμε χωρίς να έχουμε καν κινητό, χωρίς να μετράμε views & followers και να αναρωτιόμαστε γιατί τα likes έχουν “πέσει”.
Ας κλείσουμε για λίγο το κινητό ή το laptop και ας ακούσουμε για λίγο τη φωνή της γιαγιάς να φωνάζει δυνατά και να ακούγεται σε όλο το χωριό “Μαίρηηη, δε σε βρίσκω, πού είσαιιιι; Το φαγητό είναι έτοιμο”, τον κόκκορα που συνεχίζει να επιμένει πως είναι το καλύτερο ξυπνητήρι, το θόρυβο της μπάλας στα σοκάκια του χωριού, τον ήχο από το τσούγκρισμα των ποτηριών, τον ήχο από τα ξύλα που καίγονται στον ξυλόφουρνο, τις γειτόνισσες που αναρωτιούνται “τίνος είναι αυτά τα παιδιά”.
Και ας νιώσουμε έστω για 5 λεπτά τυχεροί όλοι εμείς που έχουμε χωριό.
Και ξέρεις κάτι; Εσύ που δεν έχεις, φτιάξε, δημιούργησε το χωριό που θα ήθελες να έχεις, το χωριό που θα ήθελες να έχουν τα παιδιά σου.
Γιατί σαν τις Κυριακές στο χωριό… δεν έχει!