Τζέρι ο Λαθρεπιβάτης
Η μαμά με έβαλε μέσα στην τσάντα, όχι όμως όπως άλλες φορές. Αυτή τη φορά ένιωθα να με κρύβει και να χώνεται με αγωνία ανάμεσα στον κόσμο για να μη με δουν. Λες να ντρεπόταν για εμένα επειδή είχα μερικά κλαδάκια στα μαλλιά; Επειδή είχα μια βδομάδα να κάνω μπάνιο με σαπούνι;
Επιστρέφαμε από τις διακοπές μας στη Σαμοθράκη… Εμένα μου αρέσουν οι ανέσεις, ο καναπές, τα χάδια… Αλλά λόγω της φύσης μου, προσαρμόστηκα εύκολα στο να μένω στο ύπαιθρο, να σκαρφαλώνω σε βράχια, να περπατάω σε αγκάθια, να τσαλαβουτάω σε νερά… Απαπαπαπα! Σπίτι μας να πάμε, σπίτι μας!
Δεν είχα ξαναταξιδέψει με τραίνο ποτέ, είχα κι εγώ αγωνία. Έκανε έναν απαίσιο θόρυβο, έχανα και λίγο από το οξυγόνο μου μέσα στην τσάντα. Διψούσα και κατουριόμουν αλλά δεν ήθελα να κάνω ρεζίλι τη μαμά μου, οπότε κρατήθηκα πολλές ώρες, ούτε ξέρω πόσες, σαν αιώνας μου φάνηκε. Γενικά δεν καταλαβαίνω πολύ καλά πως περνάει η ώρα… Δεν έχω καλή συναίσθηση του χρόνου. Ζεσταινόμουν πολύ, είχα και τη γούνα μου βλέπεις, Αύγουστο μήνα. Άκουγα «ουάαα» και «ουάααου», καθώς το τραίνο διέσχιζε πανέμορφα μέρη, καταπράσινα, από τη Βόρειο Ελλάδα. Εγώ αντιθέτως, έβλεπα μόνο πόδια και βαλίτσες να πηγαινοέρχονται. Πωπω κι αυτός ο θόρυβος με ξεκούφαινε… Έχω ιδιαίτερα ευαίσθητα αφτιά! Μη συζητήσω καλύτερα για τις μυρωδιές… Κάθε λίγο κάποιος επιβάτης έβγαζε ένα κολατσιό από το σακίδιο και μου έσπαγε τη μύτη. Κι εγώ; Τίποτα εγώ. Πεινούσα, διψούσα και κατουριόμουν.
Πέρασαν πολλές ώρες, μέχρι που η μαμά μου, κάτι είπε με την απέναντί της κι αποφάσισε να με βγάλει επιτέλους από τη βαλίτσα. Με άφησε να κάτσω στο κάθισμα δίπλα της, πάνω σε ένα παρεό, «για τα μάτια του κόσμου», όχι ότι υπήρχε περίπτωση να τη ρεζιλέψω. Μου χάιδευε την κοιλίτσα και μου έλεγε να κάνω υπομονή, στα κρυφά μου έδωσε και λίγο νερό. Κάθε λίγο όμως η κυρία απέναντι άρχιζε να κάνει περίεργες γκριμάτσες στη μαμά κι η μαμά έβαζε το υπόλοιπο παρεό πάνω μου, με σκέπαζε από άκρη σ’άκρη και μου έλεγε ψυθιριστά και με τρεμάμενη φωνή «κρύψου! Έρχεται ο κακός Μεσιέ!». Εγώ κουλουριαζόμουν, έσκυβα το κεφάλι και περίμενα σα να με έχουν βαλσαμώσει, μέχρι να με ξεσκεπάσει. Αυτό το «κακό μεσιέ» μύριζε περίεργα… Μύριζε συνθετικό, αντρίλα και χαρτί. Μετά κατάλαβα ότι ήταν ελεγκτής εισιτηρίων κι ότι εγώ δεν είχα εισιτήριο, γι’αυτό με έκρυβαν. Αλλιώς θα έπρεπε να ταξιδέψω με τις αποσκευές. Η μαμά δεν ήθελε να με βάλει με τις αποσκευές, γι’αυτό παρανόμησε! Αλήθεια κύριε Δικαστά!
Φτάσαμε επιτέλους στη Θεσσαλονίκη και ξαναβρήκα την αξιοπρέπειά μου! Περπάτησα να ξεπιαστώ, έφαγα, ήπια, έκανα την ανάγκη μου (με το μπαρδόν) κι ύστερα κρύφτηκα πάλι… Πολλή κούραση ρε φίλε. Για καλή μου τύχη, η μαμά με έβαλε σε κουκέτα για να κοιμηθούμε σε κρεβάτι και να μπορέσω επιτέλους να γευτώ την ελευθερία! Και κάπως έτσι, μετά από 14 ώρες ταξίδι, έφτασα από την Αλεξανδρούπολη στην Αθήνα.
Αν με ρωτάς; Προτιμώ το πλοίο!
Τζέρυ,
Μαλτέζ, ετών 6
Αρσενικό, 2 κιλά
Αλεξία Ζεd, μαμά του Τζέρι
Comments
post a comment
You must be logged in to post a comment.